Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Λόγοι Πατρός Παϊσίου

O Χριστός δεν θέλει ούτε δούλους, ούτε ευγενείς, ούτε ένδοξους, ούτε προ πάντων "αγίους". Δηλαδή δεν θέλει τα παιδιά του σαμαρωμένα απ΄το ντουνιά και τους ανθρώπους-καθ' ότι η καλή γνώμη του άλλου καταντάει ένα σαμάρι που σου φοράει και σε καβαλάει όλος αυτός ο ντουνιάς. Διότι γίνεσαι όπως σε θέλουν, για ν' άχεις την καλή τους γνώμη. Αφού το ξέρεις, ότι αν φερθείς ελεύθερα δεν θα σε θέλουν-δεν κάνεις γι' "άγιος".
Γι' αυτό ο Χριστός θέλει ξεσαμάρωτα τα δικά του παιδιά-ελεύθερα, άνετα, όμορφα και κυρίως, να περιπαίζουν και να ειρωνεύονται τον ντουνιά και τους εν αυτώ. Γι αυτό κι όσοι έχουν εμπειρία Θεού, αντιμετωπίζουν με ειρωνεία τη ζωή και τον κόσμο. Το μόνο που τους δεσμεύει, τους φρενάρει και τους σοβαρεύει είναι ο πόνος των άλλων ανθρώπων. Διότι ο Χριστός τους κάνει πριγκιπόπουλα κι αναλαμβάνει να διευθετεί ο ίδιος την κάθε λεπτομέρεια της ζωής τους υπό έναν όρο: 'Ότι θα οικειοποιούνται πλέον οι ίδιοι τον πόνο των άλλων ταλαίπωρων και ταλαιπωρημένων της ζωής, που κάποιο κύμα του βίου αναποδογύρισε την βαρκούλα τους και τους έφερε από κάτω.

Γέρων Παΐσιος


Πηγή

Άγιος Μάξιμος της Μόσχας ο δια Χριστόν σαλός



Ό άγιος έζησε τον 15ο μ.Χ. αιώνα στη Μόσχα, οπού τριγυρνούσε σχεδόν γυμνός σε όλες τις εποχές, αγνοώντας τις άσχημες κλιματολογικές συνθήκες του Ρωσικού χειμώ­να. Έψεγε τα κακώς έχοντα και ιδιαίτερα τους πλούσιους της εποχής του, πού εκμεταλλεύονταν τη φτώχια του κό­σμου για να πλουτίζουν σε βάρος του. Μετά αποσύρθηκε σε κάποιο κοντινό δάσος άλλα συνέχισε να επισκέπτεται τη Ρωσική πρωτεύουσα για να ελέγχει τους ανθρώπους, ενώ παράλληλα νουθετούσε και παρηγορούσε όσους το είχαν ανάγκη. Μερικά λόγια πού έλεγε στους κατά καιρούς συνομιλητές του είναι τα ακόλουθα:
«Αλίμονο, Θεέ μου, Θεέ μου! Τί συμφορά. Δεν υπάρχουν τώρα πια Χριστιανοί. Σχεδόν όλοι έχουν γίνει εχθροί του Χρίστου. Λένε πώς είμαι τρελός, άλλα καλέ μου, δίχως σαλότητα δεν μπαίνουμε μέσα στη Βασιλεία του Θεού. Για να ζήσουμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο πρέπει να 'μαστέ τρελοί. "Οσο οι άνθρωποι θα είναι λογικοί και με ξηρά μυαλά, ή Βασιλεία δεν θα 'ρθει στη γη».
«Δίχως προσευχή όλες οι αρετές είναι σαν δέντρα χωρίς χώμα. Τώρα πια δεν υπάρχει προσευχή μέσα στη ζωή των Χριστιανών. Ό ίδιος o Κύριος ημών προσευχόταν. Ό Χριστιανός, φίλε μου, είναι ένας άνθρωπος προσευχής. Οι άνθρωποι πιστεύουν πώς πρώτα πρέπει ν' αγαπούν τους ανθρώπους κι' έπειτα ν' αγαπούν τον Θεό. Κι' εγώ το ίδιο έκανα. 'Αλλ' αυτό δεν χρησιμεύει σε τίποτα. 'Οταν αντιθέτως άρχισα ν' αγαπώ τον Θεό πρώτα απ' όλα μέσα σ' αυτήν την αγάπη βρήκα τον πλησίον μου και μέσα σ' αυτήν την ίδια αγάπη του Θεού, οι εχθροί μου έγιναν επίσης φίλοι και θεία δημιουργήματα. Αν οι Χριστιανοί γύριζαν στη δύναμη της προσευχής θα αναζωογονούνταν. Προσεύχου πιό συχνά και ή προσευχή θα γεννήσει μέσα σου την αγάπη του Θεού. Χωρίς την προσευχή δεν μπορούμε να αγαπήσουμε τον Χριστό. Ό θρόνος πάνω στον όποιο εμφανίζεται ο Άναστάς είναι οι καρδιές μας. "Οταν προφέρω τ' όνομα του Άναστάντος Χριστού μεθώ από χαρά. Τότε μου φαίνεται πώς βλέπω τον Χριστό, όχι τόσο στον ουρανό, όσο ζωντανό ανάμεσα μας, αληθινό Βασιλέα της δόξης άναπαυόμενο επί των καρδιών μας».
«Είμαι ό τρελο-Μάξιμος και λέω πώς δίχως αύτη την τρέλα δεν μπορούμε να κληρονομήσουμε τη Βασιλεία του Θεού. Αν τούτο είναι δυνατό, Κύριε ελεησον και σώσον και το διάβολο και όλες τις λεγεώνες του, γιατί έχει ακόμα την επίγνωση του Θεού και ίσως ή επίγνωση να του δώσει το μέσον της μετάνοιας. Ιδού πώς σπλαχνίζομαι τη δημιουργία του Θεοϋ».
Τα λόγια του αυτά μνημονεύονται από τον επισκέπτη του και μετέπειτα Αρχιμανδρίτη Σπυρίδωνα. Κοιμήθη­κε ειρηνικά το 1433 μ.Χ, και το λείψανο του βρέθηκε το 1547μ.Χ., οπόταν και θαυματούργησε. Ή άνακομιδη των λειψάνων του γιορτάζεται στις 13 Αυγούστου.

Πατήρ Θαδδαίος


Πατήρ Γερόντιος ο διά Χριστόν σαλός


Ὁ μοναχὸς Ἡρωδίων, διὰ Χριστὸν σαλός





 Μία περιγραφὴ κάποιας συνάντησης μὲ ἕναν ἄνθρωπο τῆς «ἄλλης» λογικῆς, ὡς ἐπίλογος αὐτῆς τῆς μεταξύ μας συνάντησης, ἴσως ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο πρόλογο γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό:
Ἤδη ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶμε καὶ στὸν π. Ἠρωδίωνα· ἕναν ρουμάνο ποὺ ἢ ἦταν σαλὸς διὰ Χριστὸν ἢ δὲν ἦταν ἄνθρωπος. Σὲ δέκα λεπτὰ φθάσαμε στὸν… σκουπιδότοπό του. Ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη δύσει. Σ᾿ ἕνα ἐρείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντοῦμε ἕνα νέο ἥρωα. Ὀγδόντα δύο ἐτῶν, ὄρθιος στὸ κούφωμα μίας πόρτας… χωρὶς πόρτα.
Τὰ πόδια του κρατοῦσαν κόντρα στὸ ἕνα της δοκάρι. Ἡ μέση του ἀκουμποῦσε στὸ ἄλλο. Τὰ χέρια του στηρίζονταν στὸ πρῶτο. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε ἔτσι. Ὁ ἴδιος δίχως ζωστικό. Μία μάλλινη φανέλα κι ἕνα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν τὸ ἐξαγιασμένο σῶμα του. Ἡ καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δὲν ἔβλεπες δάπεδο. Ἕνα στρῶμα ἀπὸ κονσέρβες, κουκούτσια, σακοῦλες, τάπες, καπάκια ἀπὸ μπουκάλια, φλοῦδες, ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, πάχους τριάντα ἑκατοστῶν καὶ πάνω, ἀποτελοῦσε τὸ πολύτιμο χαλὶ στὸ μυστηριῶδες… παλατάκι του καὶ ἀσφαλῶς τὸ στρῶμα του, ἂν βέβαια κοιμόταν ὁριζόντιος. Στοὺς τοίχους του τὰ ἀποτυπώματα χυμένων καφέδων καὶ τὰ ζουμιὰ πεταγμένων πορτοκαλάδων καί, ἀντὶ γιὰ κατοικίδια ζῶα, ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζωΰφια, μυγάκια, κατσαρίδες καὶ ποντίκια.
- Εὐλογεῖτε, γέροντα, εἶπε χαρούμενος ὁ ἁπλοϊκὸς συνοδοιπόρος μου.
- Ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ νηφάλιος ὁ ἡρωικὸς ἀσκητής, χωρὶς νὰ δείχνει καθόλου ἐνοχλημένος γιὰ τὸν οἰκολογικὸ περίγυρό του.
- Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς, συνεχίζει δίχως ἐνδοιασμὸ ὁ μοναχὸς φίλος μου.
- Ὤ! καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐχαριστῶ. Σᾶς εὐχαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐχαριστῶ, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.
Καὶ παίρνοντας τὴν σακούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις, μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα, πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του. Τὰ χυμένα ζουμιά τους ἀποτυπώνουν τὴν δική μου ἀπορία πού, σκυμμένος μὴ μὲ πάρουν τὰ βόλια, προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὴ λογικὴ τῆς εὐγνωμοσύνης του καί, ἐντελῶς ξαφνιασμένος, νὰ ἀποτυπώσω τὸ περιεχόμενο τῆς ἰδιότυπης μοναχικῆς προοπτικῆς του.
Ἀφοῦ ἔσπασε τὰ μακαρόνια καὶ τὰ ἔχυσε ἀπὸ τὸ περίβλημά τους, ἀφοῦ σκόρπισε τὰ μπισκότα ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦσε, φωνάζοντας «νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια· νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια», ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ ἐν μέσῳ ἀσυνάρτητων κραυγῶν νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ χάναμε τὸ θέαμα. Θὰ χάναμε αὐτὸ ποὺ ὁ π. Ἠρωδίων ἔδειχνε. Μέσα ὅμως στὴ νύχτα τὰ δικῆς μου λογικῆς εἶχα ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζομαι λίγο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκρυβαν τὰ σκουπίδια, τὰ ἀκαταλαβίστικα λόγια καὶ φυσικὰ ἡ ἐντελῶς ἀκατανόητη λογικὴ ἑνὸς σαλοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θυμήθηκα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ πού, ἀναφερόμενος σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἡρωϊκοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν «ἐν ἀταξίαις, εὔτακτοι ὄντες», κατακλείει· «ταύτην τὴν ἄνοιαν ἀξιώσει ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθᾶσαι». Ἄραγε αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω γιὰ μία τελευταία κλεφτὴ ματιά. Τὸ ἄσχημο ἀπὸ τὴν φύση του καὶ ἄγριο ἀπὸ τὸν τρόπο του πρόσωπό του ἔλαμπε ὑπερβατικὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τόση ἡ λάμψη του ποὺ ὑποχρέωνε τὰ πήλινα μάτια μου καὶ τὴν «μὴ ὁρῶσα» καρδιά μου σὲ ἀσυνήθιστες ὁράσεις ἄλλου εἴδους καὶ ἄλλου κόσμου. Ἡ μυστηριώδης ὄψη του μένει ἀκόμη βαθειὰ χαραγμένη στὴν μνήμη μου.
Ἔφυγα καὶ ξαναβυθίστηκα στὰ σκουπίδια τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐκεῖνος ἔμεινε πατώντας πάνω στὰ σκουπίδια τῆς λογικῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τὸν σκεπτόμουν καὶ θαύμαζα τὴν ἀντοχὴ καὶ τὸν ἡρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ἐνῶ ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀξία καὶ τὸ μεγαλεῖο της λογικῆς του, δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω τὴν δομή της. Σίγουρα  ἡ λογικὴ εἶναι μεγαλύτερη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἴσως ὅμως καὶ ὁ σταυρός της νὰ εἶναι τελικὰ βαρύτερος ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἠρωδίωνα.
Πάνω στὸ πανεπιστήμιο τῶν σκουπιδιῶν καὶ τῆς σαλότητος, τόλμησα νὰ προβάλω τὴν λογική, τὴν αἴγλη καὶ τὴν φινέτσα τῆς νωπῆς τότε ἐμπειρίας μου στὸ Harvard καὶ τὸ ΜΙΤ. Τότε ἄρχισαν τὰ σκουπίδια νὰ εὐωδιάζουν σὰν λουλούδια, τὰ ζωύφια νὰ μεταμορφώνονται σὲ πουλάκια, οἱ ξεσχισμένες σακκοῦλες σὲ πτυχία καὶ δημοσιεύματα· καὶ ὁ π. Ἠρωδίων πολὺ πιὸ «ἔξυπνος», πολὺ πιὸ πετυχημένος ἀπὸ τοὺς Νομπελίστες καθηγητές μου! Ἡ λογική τους ἐμοίαζε μὲ ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο· ἡ λογικὴ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος μὲ πύραυλο. Τὸ πρῶτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. τὴν ὥρα. Τὸ δεύτερο ἀπὸ 29.000 χλμ. τὴν ὥρα καὶ πάνω. Τὸ πρῶτο κινεῖται ὁριζόντια. Τὸ δεύτερο κατακόρυφα. Στὴν μία περίπτωση, ἂν ὑπερβεῖς τὸ ὅριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στὴν δεύτερη, ἂν τὸ ξεπεράσεις, ἐκτοξεύεσαι· ξεπερνᾶς τὴν βαρύτητα τῆς γής· διαφεύγεις· ἐλευθερώνεσαι. Οἱ πρῶτοι, οἱ λογικοί, ὅσο κι ἂν τρέχουν πατᾶνε στὴν γῆ. Ὁ π. Ἠρωδίων ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο χωρὶς νὰ τὴν ἔχει ἀκουμπήσει. Χωρὶς νὰ τὸν ἔχει ἀκουμπήσει…

π. Νικόλαος Χατζηνικολάου
πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἄνθρωπος μεθόριος», ἐκδ. Μελωδικὸ Καράβι, 2005.
http://users.uoa.gr/